- εργατιά
- η1. ηεργατική τάξη σε αντίθεση προς τους αστούς: Σε καταριέται η εργατιά κι οι ξενοδουλευτάδες (δημ. τραγ.).2. σύνολο εργατών που δουλεύουν σε ξένο κτήμα: Πηγαίνει το φαΐ στην εργατιά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.